- αἰγείρου
- αἴγειροςblack poplarfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αιγείρου, δήμος — Νέος δήμος (4.418 κάτ.) του νομού Ροδόπης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αιγείρου, Νέας Καλλίστης και Φαναρίου, οι οποίες καταργήθηκαν, καθώς και από τους συνοικισμούς Αρωγή, Γλυφάδα, Μέση,… … Dictionary of Greek
αιγείρου θέα — Αρχαία έκφραση, που σήμαινε την παρακολούθηση των δημόσιων θεαμάτων από το ύψος των αιγείρων (λευκών), που βρίσκονταν γύρω από το θέατρο. Την εποχή που οι θεατές πλήρωναν δικαίωμα εισόδου στο θέατρο, η θέση στη λεύκα στοίχιζε φθηνότερα … Dictionary of Greek
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия
Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… … Deutsch Wikipedia
αιγείρινος — η, ο (Α αἰγείρινος, ον) [αἴγειρος] ο αναφερόμενος στη λεύκα, ο κατασκευασμένος από ξύλο αιγείρου, λεύκας … Dictionary of Greek
αρωγή — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 233 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιγείρου. * * * η (AM ἀρωγή) (Α) [αρήγω] η βοήθεια, η επικουρία ή η περίθαλψη νεοελλ. το ποσό που δίνεται ως δάνειο ή βοήθημα … Dictionary of Greek
γλυφάδα — Ονομασία οκτώ οικισμών. 1. Παραλιακή πόλη (υψόμ. 5 μ., 80.409 κάτ.) του νομού Αττικής, τμήμα του πολεοδομικού συγκροτήματος της πρωτεύουσας, της οποίας ουσιαστικά αποτελεί προάστιο. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Πειραιώς. Η Γ.… … Dictionary of Greek
μέση — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 504 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται Α της Βέροιας, σε απόσταση 64 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βέροιας. 2. Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 26 κάτ.) στην… … Dictionary of Greek
μελέτη — I Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας. Ήταν μία από τις τρεις Μούσες, σύμφωνα με την πρώτη τους διαίρεση. Είναι επίσης γνωστή και ως Μελετώσα. Οι τρεις Μούσες ονομάζονταν Αοιδή, Μ. και Μνήμη ή Μούσα θεά ή Υμνώ. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι Μούσες… … Dictionary of Greek
Αγροτικό Ορφανοτροφείο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 61 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιγείρου … Dictionary of Greek